- κατασκευαστόν
- κατασκευαστόςartificialmasc acc sgκατασκευαστόςartificialneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασκευαστός — ή, ό (Α κατασκευαστός, ή, όν) [κατασκευάζω] αυτός που έχει κατασκευαστεί ή που είναι δυνατόν να κατασκευαστεί, ο τεχνητός, εκείνος που δεν υπάρχει στη φύση αρχ. 1. εκείνος που ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες ή τις εντολές κάποιου («ὁ κατασκευαστὸς … Dictionary of Greek
τολύπευμα — τὸ, Α [τολυπεύω] (κατά τον Φώτ.) «τὸ κατασκευαστὸν καὶ πεφιλοκαλημένον ἔριον» … Dictionary of Greek